Το καλλιτεχνικό και ιστορικό πλαίσιο


Το μνημείο της Νίκης αποτελείται από τρία στοιχεία: ένα ορθογώνιο βάθρο (ύψος 0,36 μ., μήκος 4,69 μ., πλάτος 1,80 μ.), όπου είναι τοποθετημένη η βάση (ύψος 2,01 μ., σωζόμενο μήκος 4,30 μ., πλάτος 2,45 μ.) στη μορφή πλώρης, η οποία από το 19381 εθεωρείτο πλώρη τριημιολίας2, όπου πατά το άγαλμα της Νίκης (ύψος 2,38 μ. -σώμα, 3,28 μ. μαζί με τα φτερά). Το άγαλμα είναι καμωμένο από τρεις διαφορετικούς τύπους μαρμάρου Πάρου3 για τα ξεχωριστά τμήματά του, τα οποία σκαλίστηκαν ανεξάρτητα και στη συνέχεια συναρμολογήθηκαν: ο δεξιός βραχίονας και ο λίθος του ανώτερου τμήματος του σώματος (εκείνου που αρχικά περιλάμβανε τον ανώτερο κορμό και το κεφάλι) από λυχνίτη που προερχόταν από τα λατομεία των Νυμφών και του Πανός· ο μεγάλος λίθος που σχηματίζει το κατώτερο τμήμα του σώματος είναι από μία ποικιλία μαρμάρου από διαφορετική περιοχή των ίδιων λατομείων (το ίδιο μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε για το πίσω τμήμα του ιματίου και για το κατώτερο τμήμα της δεξιάς φτερούγας)· η αριστερή φτερούγα, το πάνω τμήμα της δεξιάς και η ενδιάμεση πτυχή ανάμεσα στο σώμα και το πίσω τμήμα του ιματίου είναι Παριανό μάρμαρο από τα λατομεία στις θέσεις Χωριδάκι-Λάκκοι4. Συμπερασματικά, ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε το καλύτερο Παριανό μάρμαρο μόνο για τη σάρκα της Νίκης στον ανώτερο κορμό, κεφάλι και δεξιό βραχίονα, ενώ από τη διαφορετική ποικιλία Παριανού μαρμάρου κατασκεύασε τα ενδύματα. Οι φτερούγες είναι κατασκευασμένες κυρίως από μάρμαρο του λατομείου στη θέση Λάκκοι.

Από ανοιχτό γκρι Ροδιακό μάρμαρο Λάρτου5 είναι καμωμένες η πλώρη και το βάθρο. Σήμερα υπάρχει μία γενικότερη συμφωνία ότι το πλοίο δεν είναι τριημιολία6, αλλά πιθανόν μία τετρήρης7, ένα πλοίο που την εποχή της κατασκευής του μνημείου είχε αντικατασταθεί αλλού από την πεντήρη, το οποίο όμως εξακολούθησαν να προτιμούν οι Ρόδιοι. Η πλώρη είναι συνολικά σε αρκετά καλή κατάσταση, αλλά η αποκοπή του μπροστινού τμήματος, με την απουσία τόσο των δύο εμβόλων, προεμβόλου και ἐμβόλου, όσο και του ἀκροστολίου,8 διαφοροποιούν έντονα το περίγραμμα του μνημείου. Τα «κιβώτια» για τα κουπιά (παρεξειρεσίαι)9 που προεξέχουν στις πλευρές είναι πολύ καλά διατηρημένα, και μπορούμε ακόμα να διακρίνουμε τα ωοειδή ανοίγματα των κουπιών (θαλαμίαι). Η πλώρη-βάση με το βάθρο της αποτελούνται από είκοσι τρεις μαρμάρινους λίθους· οι δέκα επτά λίθοι της πλώρης-βάσης σχηματίζουν τρεις οριζόντιες στρώσεις, την ανώτερη με έξι λίθους, τη μεσαία με οκτώ και την κατώτερη με τρεις λίθους· το ορθογώνιο βάθρο αποτελείται από έξι πλάκες. Ένας λίθος που παρέμεινε στη Σαμοθράκη εξαιτίας του βάρους και του μεγέθους του και αποτελείται από δύο κομμάτια με επαφή (εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σαμοθράκης), αντιστοιχεί στο κενό της ανώτερης στρώσης της πλώρης στο Λούβρο. Με το βάρος του, αυτός ο λίθος κρατούσε τις προεξοχές των παρεξειρεσιών στην οριζόντιά τους θέση. Όμως ο ίδιος λίθος διατηρεί στην επιφάνειά του ένα μεγάλο μέρος της κοιλότητας μέσα στην οποία ήταν στερεωμένη η πλίνθος του αγάλματος το οποίο ήταν τοποθετημένο αμέσως πάνω στο πλοίο10.

Η Νίκη προσνηώνεται στην πλώρη, με το αριστερό της πόδι στον αέρα και μόνο το δεξιό πέλμα ακουμπά στο κατάστρωμα, όχι σε διασκελισμό προς τα μπρος αλλά στο τέλος της πτήσης της. Η άκαμπτη κατακόρυφη γραμμή του δεξιού ποδιού στηρίζει τη σύνθεση συνολικά, σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο τρίγωνο με το αριστερό πόδι και το κατάστρωμα του πλοίου. Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα, η πτήση της θα είχε ολοκληρωθεί με το αριστερό της πόδι να είναι τοποθετημένο στερεά στο πλοίο, καθώς θα άρχιζε να ακινητοποιείται11. Η θεά φορά χιτώνα ζωσμένο κάτω από τα στήθη που αποκαλύπτει τον δεξί ώμο και πέφτει μέχρι τα άκρα πόδια της. Το εφαρμοστό ύφασμα στο στομάχι και στον αριστερό μηρό κυριαρχείται από κυματιστές ζώνες που φαίνονται ότι μόλις αγγίζουν το δέρμα, ενώ στον αριστερό μηρό και τη δεξιά πλευρά το ένδυμα σχηματίζει στενά αυλάκια εφαρμοστών πτυχών. Στο δεξί στήθος το ένδυμα είναι σχεδόν διαφανές και κρατιέται στον ώμο με λεπτό ιμάντα. Το χοντρό ύφασμα του ιματίου που μόνο η δύναμη του αέρα φαίνεται να κρατά κολλημένο στον δεξιό γοφό και σκέλος, καλύπτει τμήμα του χιτώνα και κατεβαίνει από τον δεξιό μηρό σε βαθιά σκαλισμένες πτυχές ανάμεσα στα πόδια. Μία άκρη σέρνεται στο έδαφος κοντά στο δεξί πόδι, η άλλη κυματίζει ελεύθερα πίσω12. Αλλού το ύφασμα του ιματίου γίνεται τόσο διάφανο όσο ένα δεύτερο δέρμα, αλλού κυματίζει προς τα πάνω και πετά ελεύθερα προς τα πίσω. Ο τρόπος με τον οποίο ο γλύπτης κατάφερε να αποδώσει το αποτέλεσμα του ανέμου καθώς πιέζει το ιμάτιο στο σώμα της Νίκης είναι και τολμηρός και θεαματικός, όπως ήταν και η επιλογή που έκανε στο μάρμαρο για να συλλάβει τη φευγαλέα στιγμή που το ύφασμα αρχίζει να χαλαρώνει και να γλιστρά κάτω13.

Είναι το αριστερό του αγάλματος που προξενεί την πιο θεαματική εντύπωση όταν το αντικρύζουμε από γωνία τριών τετάρτων. Από αυτή την οπτική γωνία είναι εμφανώς ορατές οι δομικές γραμμές της σύνθεσης της μορφής: μία κατακόρυφη κατά μήκος του δεξιού ποδιού μέχρι την κορυφή του κορμού και μία λοξή κατά μήκος του αριστερού ποδιού και μηρού και πάνω στον κορμό, με τις δύο γραμμές να συγκλίνουν στον λαιμό. Κάποια αναστάτωση των φτερών κοντά στο σώμα και οι μακριές φτερούγες που εκτείνονται προς τα πίσω προσθέτουν στον δυναμισμό της μορφής. Σε κατ’ ενώπιον όψη, το δεξί πόδι ενισχύεται στη βάση από τις κοίλες πτυχώσεις οι οποίες πλαισιώνουν τις δύο πλευρές της κνήμης. Το αριστερό πόδι είναι σχεδόν τελείως κρυμμένο πίσω από το ιμάτιο που πέφτει με λοξή κίνηση. Στη δεξιά πλευρά, η προς τα πάνω κίνηση του ώμου και του δεξιού στήθους ήταν αντίστοιχη με την κίνηση του χεριού. Η λοξή γραμμή του πάνω κορμού είναι φυσικό επακόλουθο της θέσης των χεριών – το δεξιό χέρι σηκωμένο, το αριστερό ίσως χαμηλωμένο. Στη δεξιά πλευρά το σώμα είναι δομημένο λιγότερο από τον όγκο της σάρκας και περισσότερο από τη διάταξη των ενδυμάτων. Ο γλύπτης δεν θεώρησε αναγκαίο να επιμείνει σ’ αυτή την πλευρά, η οποία θα ήταν πρακτικά αθέατη, όπως και η πίσω πλευρά του αγάλματος14.

Το σώμα του αγάλματος κατασκευάστηκε από δύο κομμάτια15: πρώτα ένας μεγάλος λίθος από την πλίνθο μέχρι το πάνω τμήμα του στομαχιού, και ένας μικρότερος λίθος που περιέλαβε τον ανώτερο κορμό και το κεφάλι. Τα χέρια και οι φτερούγες στερεώθηκαν σ’ αυτούς τους λίθους, κάνοντας ένα σύνολο από έξι κομμάτια. Το κομμάτι του ενδύματος που κυματίζει πίσω, αποτελώντας μία πολύ λεπτή πλάκα μαρμάρου στερεώθηκε πίσω από τον αριστερό μηρό με ένα μεγαλύτερο ενδιάμεσο κομμάτι. Αντί να τοποθετήσει τις φτερούγες κατακόρυφα, ο γλύπτης τις διέταξε σε μία λοξή γραμμή που εκτείνεται προς τα πίσω και για να διασφαλίσει ότι θα στέκονταν χωρίς κανένα εξωτερικό στήριγμα, κάθε φτερούγα είχε επικλινή μορφή και τοποθετήθηκε σε ένα είδος κονσόλας διακοσμημένης με φτερά, η οποία σκαλίστηκε στον κύριο λίθο του σώματος, σε συνέχεια της επιφάνειας συναρμογής του με τον λίθο του ανώτερου κορμού. Κάθε φτερούγα συγκρατείται με δύο μεταλλικούς γόμφους, έναν πίσω στον ανώτερο κορμό και τον άλλο πίσω στο σώμα.

Δεν είναι παράξενο που ένα μαρμάρινο άγαλμα ελληνιστικών χρόνων είναι καμωμένο τμηματικά. Πρόκειται για τεχνική με διαπιστωμένη ευρύτητα εφαρμογής. Όμως, ενώ προγενέστερα μόνο τα στοιχεία που προβάλλονταν έξω από τον κύριο όγκο του σώματος μπορούσαν να δουλευτούν ξεχωριστά και να προστεθούν σ’ αυτό, τώρα και το τελευταίο μπορούσε να κατασκευασθεί από επάλληλα κομμάτια, συνήθως δύο. Πιο συνηθισμένο είναι το άγαλμα να είναι κομμένο στο επίπεδο του στήθους, στη μέση ή στους γοφούς, πιο σπάνια στο μέσον του μηρού ή λίγο πιο χαμηλά. Αυτή η πρακτική των «κομμένων σωμάτων», τόσο διαδομένη για τα ελληνιστικά αγάλματα που βρέθηκαν στη Μικρά Ασία, τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες, όπου θα μπορούσαμε να μιλάμε για μία «κοινή» στην τεχνική, δεν φαίνεται να ήταν σε χρήση στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο της ίδιας εποχής16. Ο γλύπτης της Νίκης της Σαμοθράκης εφεύρε ένα καινούργιο σύστημα στην πλαστική των φτερωτών μορφών: τη βαθμιδωτή εφαρμογή της φτερούγας στο πίσω μέρος του σώματος υπολογίζοντας το όριο της ανεκτής κλίσης της και αντισταθμίζοντας τη δύναμη της βαρύτητας με την κλίση του στήθους. Η ίδια τολμηρή τεχνική ανιχνεύεται στην τοποθέτηση του δεξιού βραχίονα ή σε αυτήν του τμήματος του ιματίου που ανεμίζει πίσω.

Δεν υπάρχει επιγραφή ούτε φιλολογική αναφορά που να σχετίζεται με τη Νίκη της Σαμοθράκης. Το 1931, ο G. Thiersch, υποστηρίζοντας ότι το θραύσμα μικρής ενεπίγραφης βάσης από μάρμαρο Λάρτου που βρήκε ο Champoiseau το 1891 κοντά στο μνημείο και μεταφέρθηκε στο Λούβρο (Ma 4194), ήταν στην πραγματικότητα τμήμα της πλώρης της Νίκης, αποκατέστησε την επιγραφή ως την υπογραφή του γλύπτη Πυθόκριτου του Ροδίου17. Όμως, σήμερα υπάρχει γενικά ομοφωνία ότι το θραύσμα αυτό δεν μπορεί να ανήκει στο μνημείο, καθώς επίσης ότι αποκλείεται και η αποκατάσταση του ονόματος του γλύπτη18. Το Ma 4194 έφερε ένα μικρό ανάθημα ενός ανώνυμου Ρόδιου, το οποίο ήταν τοποθετημένο στο ή κοντά στο Μνημείο της Νίκης. Στο Ιερό των Μεγάλων Θεών τεκμηριώνονται και άλλες, εκτός της πλώρης της Νίκης, μεγάλης κλίμακας βάσεις μνημείων από Λάρτιο μάρμαρο. Το έντονο Ροδιακό ενδιαφέρον για το Ιερό πιστοποιούν και οι Ρόδιοι που το επισκέπτονταν είτε ως επίσημοι θεωροί (= ιεροί απεσταλμένοι – παρατηρητές)19 – πρόξενοι (= ιεροί απεσταλμένοι που γίνονταν και επίτιμοι αντιπρόσωποι της Σαμοθράκης στη Ρόδο), ή μόνον ως θεωροί, ή Ρόδιοι ἱεροποιοί (= επίσημοι με συγκεκριμένα θρησκευτικά καθήκοντα που αντιστοιχούν με αυτά των θεωρών), μύσται και ἐπόπται, καθώς και επιγραφική μαρτυρία που αναφέρει ιερό αφιερωμένο στους θεούς της Σαμοθράκης στην πόλη της Ρόδου20 και Σαμοθρακιαστὰς (= προφανώς μέλη ιδιωτικών συλλόγων στα νησιά του Αιγαίου και στην παραλία της Μικράς Ασίας που τιμούσαν τους θεούς της Σαμοθράκης) από τη Ρόδο και τη Ροδιακή Περαία21.

Φαίνεται ότι ο χαλκός θα ήταν το υλικό που τεχνικά θα ταίριαζε καλύτερα από το μάρμαρο για την επεξεργασία των φτερών, των πτυχώσεων που ανεμίζουν και του τεντωμένου χωρίς στήριγμα βραχίονα. Θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε ένα χάλκινο πρωτότυπο για τη Νίκη της Σαμοθράκης που ο γλύπτης θα είχε μεταφέρει πιστά σε μάρμαρο; Μόνο τα αργυρά τετράδραχμα22 με την παράσταση μιας Νίκης σε κίνηση τοποθετημένης στην πλώρη πλοίου, προσφέρουν βέβαιη μαρτυρία για ένα προγενέστερο της Νίκης της Σαμοθράκης πρότυπο23. Το άγαλμα που αποδίδεται στο τετράδραχμο, παρουσιάζει μία σημαντική διαφορά από το άγαλμα της Σαμοθράκης, αυτήν της απουσίας του ιματίου. Επομένως ο γλύπτης της Νίκης της Σαμοθράκης δεν βασίσθηκε σε αυτόν τον αγαλματικό τύπο για την απόδοση του ιματίου που παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη σύνθεση. Από αυτή την άποψη, ο συσχετισμός της Νίκης της Σαμοθράκης με την Αθηνά Νίκη της Κυρήνης βρίσκεται ιδιαίτερα ενισχυμένος. Οι δύο μορφές σε κίνηση πάνω στην πλώρη ενός πλοίου, φορούν χιτώνα με παρόμοιο δέσιμο στη μέση και ιμάτιο, ένα τμήμα του οποίου πέφτει διπλωμένο ανάμεσα στα σκέλη μπροστά. Το άλλο τμήμα του ιματίου στο άγαλμα της Κυρήνης συγκρατείται τυλιγμένο γύρω από τον αριστερό βραχίονα, ενώ κυματίζει ελεύθερα πίσω στη Νίκη της Σαμοθράκης. Ο άπτερος αγαλματικός τύπος λοιπόν, με το ιμάτιο να πέφτει από τη μία πλευρά και να συγκρατείται στον βραχίονα από την άλλη, προϋπήρχε της Νίκης της Σαμοθράκης. Και το άγαλμα της Κυρήνης αναφέρεται στο ίδιο προγενέστερο πρότυπο. Η χρονολόγησή του από τους Ιταλούς ανασκαφείς στα μέσα του 3ου αι. π.Χ.24 που αμφισβητείται έντονα δεν επιτρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι αυτός ο αγαλματικός τύπος σχετιζόταν από την εποχή αυτή με μία πλώρη. Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι ο γλύπτης της Νίκης σχεδίασε βασιζόμενος σε τουλάχιστον δύο αγάλματα που προϋπήρχαν: μία φτερωτή μορφή σε χαλκό ντυμένη μόνο με χιτώνα, και μία άπτερη μαρμάρινη μορφή, που φορούσε πάνω στον χιτώνα της ιμάτιο.

Για τη χρονολόγηση του μνημείου μέχρι πρόσφατα είχε γενικά γίνει αποδεκτή η ιστορική σημασία της Ροδιακής σχέσης25 με τη νίκη, χάρη στην ταχύτητα και την ευκινησία των πολεμικών πλοίων της Ρόδου, του συμμαχικού στόλου εναντίον του ναυτικού των Σελευκιδών του Αντιόχου Γ΄ στις ναυμαχίες της Σίδης και της Μυονήσου26 το 190 π.Χ. Ήδη την εποχή αυτή η Ρόδος είχε επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της στο Βόρειο Αιγαίο27. Αν και μνημεία με πλοία σε αυτή τη μορφή δεν είναι αποκλειστικότητα της Ρόδου, όμως μαρτυρούνται με ιδιαίτερα αξιόλογα μνημεία εκεί, όπως η ενεπίγραφη πλώρη πολεμικού πλοίου στην ακρόπολη της Λίνδου (265–260 π.Χ.) και η ανάγλυφη πρύμνη πολεμικού πλοίου που αποτελούσε τη βάση του χάλκινου αγάλματος του Αγησάνδρου Μικίωνος (την κατασκευή όχι μόνο του ανδριάντα αλλά και του ανάγλυφου πλοίου ανέλαβε ο γλύπτης Πυθόκριτος κατά τις πρώτες δεκαετίες του 2ου αι. π.Χ.), επίσης στην ακρόπολη της Λίνδου28. Η Ροδιακή προέλευση29 του λίθου της πλώρης της Νίκης μας οδηγεί πιθανότατα σε Ρόδιο γλύπτη και, παρά τις αντίθετες απόψεις20 που είχαν εκφραστεί πρόσφατα, ίσως δείχνει και τη Ροδιακή προέλευση του αναθήματος. Οι Ρόδιοι γλύπτες στην Ελληνιστική περίοδο ταξίδευαν πολύ και δεν φαίνεται να συνδέονταν με μία συγκεκριμένη τεχνοτροπία ούτε αποτελούσαν ‘Σχολή’31. Τα έργα των Ροδιακών εργαστηρίων, αν και γενικά καλής ποιότητας, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν το άγαλμα της Σαμοθράκης, ενώ τα μεγάλα μαρμάρινα αγάλματα που διασώθηκαν είναι όλα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους· επιπλέον φαίνεται περίεργο ότι προτιμήθηκε μάρμαρο αντί χαλκός στη Ρόδο: εκτός από το γεγονός ότι ο χαλκός ήταν ένα πολύ καταλληλότερο υλικό για ένα τέτοιο μεγάλο και σύνθετο άγαλμα όπως η Νίκη, η Ρόδος ήταν η πατρίδα των εργαστηρίων χάλκινων γλυπτών32.

Δυστυχώς, κανένα άγαλμα ή θραύσμα αγάλματος που μπορεί εύλογα να συγκριθεί στιλιστικά με τη Νίκη έχει φτάσει σε μας από κάποια περιφέρεια του Ελληνικού κόσμου στην Ελληνιστική περίοδο. Η έμπνευση του γλύπτη της Νίκης της Σαμοθράκης προέρχεται από κάποια άλλη πηγή, ίσως από την Αττική πλαστική της Κλασικής περιόδου, με την ένδυση των θεαινών στα αετώματα του Παρθενώνα να πλησιάζουν τον συνδυασμό της λεπτότητας και της δύναμης των ενδυμάτων της Νίκης. Αναφορές στην τέχνη του Φειδία και των μαθητών του δεν ήταν ασυνήθιστες στη Μικρά Ασία στη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου, ιδιαίτερα στην πλαστική του Περγάμου, όπως φαίνονται στη ζωφόρο του Μεγάλου Βωμού που απεικονίζει Γιγαντομαχία, ένα έργο το οποίο συνδέεται συχνά με τη Νίκη της Σαμοθράκης. Εκτός από τις ομοιότητες της μορφής, της απόδοσης των ενδυμάτων ή της σχεδίασης των φτερών, είναι το σφρίγος των σωμάτων, οι εμφατικές στάσεις και χειρονομίες, και το μοναδικό πάθος της δράσης που ανακαλεί η σύγκριση της ζωφόρου του Μεγάλου Βωμού και της Νίκης33. Ανάμεσα στα δύο έργα διαπιστώνονται όμως και διαφορές: το «κλειστό» στη Μεγάλη Ζωφόρο – «ανοιχτό» στη Νίκη στιλ της σύνθεσης, το στιλ της ενδυμασίας στη Γιγαντομαχία με την αντίθεση ανάμεσα στο βάθος και τις ισχυρές ακμές που σχηματίζουν μακριές συνεχείς γραμμές καλλιγραφικής ποιότητας, ενώ στη Νίκη το ύφασμα κολλά στο σώμα με ισχυρές γραμμικές ακμές και σε άλλες περιοχές έχει τη δική του ανεξάρτητη υπόσταση34. Η εξελικτική πορεία της πτύχωσης είναι φανερή σε τέσσερα γλυπτά: η Νίκη του Παιωνίου (γύρω στα 420 π.Χ.) στην Ολυμπία προσφέρει μία σύγκριση από τον 5ο αι. π.Χ.· ο Διόνυσος (αρχές 3ου αι. π.Χ.) από ένα χορηγικό μνημείο στη Θάσο35 τεκμηριώνει την επιβίωση κλασικής παράδοσης στις βαθιές στενές αυλακιές του ιματίου με μεγαλύτερη όμως πλαστικότητα· η φυσικού μεγέθους Νίκη από το Τέμενος της Αθηνάς Νικηφόρου στο Πέργαμον (εποχή ζωφόρου Γιγαντομαχίας· χαρακτηρίζεται από τη μυϊκότητα και τη δυνατή contrapposto κίνηση της εποχής της, αλλά το κολλημένο στο σώμα ένδυμα και οι ψηλές γραμμικές πτυχές θυμίζουν τον 5ο αι. π.Χ.· τέλος, το άγαλμα της Τραγωδίας από την ακρόπολη του Περγάμου (εποχή ζωφόρου Γιγαντομαχίας· εμφανίζει διαφορετική πτύχωση από αυτήν στη ζωφόρο αλλά διακρίνεται από μία πλαστικότητα που προσεγγίζει τη Νίκη της Σαμοθράκης, ιδιαίτερα στις βαθιές σκιάσεις των πτυχών στα σκέλη36. Μεγαλύτερη από τον Βωμό του Περγάμου συγγένεια της Νίκης βρίσκεται με τον ονομαζόμενο «Δυνάστη των Θερμών» στη Ρώμη37, ο οποίος ταυτίζεται με τον Άτταλο Β΄ (158–138 π.Χ.) και αποδίδεται σε Περγαμηνό εργαστήριο πολύ κοντινό στον Βωμό. Ο «Δυνάστης» χαρακτηρίζεται από την ίδια στάση με τη σταματημένη κεντρόφυγη κίνηση, το βάρος του στηρίζεται στο δεξί πόδι με το αριστερό πίσω, το κεφάλι στραμμένο προς τα δεξιά.

Τα ναυτικά μνημεία, όπως η Νίκη της Σαμοθράκης, μπορούσαν να σχετίζονται με προσωπικότητες ή να αναφέρονται σε σημαντικά ναυτικά γεγονότα. Με βάση τη χρονολογική συσχέτισή της με τον Μεγάλο Βωμό του Περγάμου και τη νέα χρονολόγηση του τελευταίου (παρά την αβεβαιότητά της)38, η περίοδος κατά την οποία ο γλύπτης της Νίκης δούλεψε στη Σαμοθράκη, ίσως πριν την πιθανή συμμετοχή του στον Μεγάλο Βωμό, θα μπορούσε να τοποθετηθεί ανάμεσα στο 220 π.Χ. και το πολύ αργότερο λίγο μετά τις ναυμαχίες του 190 π.Χ., με τις διακυμάνσεις στη χρονολόγηση της έναρξης των εργασιών στον Βωμό (υπολογίζεται να είναι ανάμεσα στα 190 και 159 π.Χ.) να αποτελούν εμπόδιο στην επιβεβαίωση της υπόθεσης αυτής που στηρίζεται σε ιστορικά γεγονότα39. Πιο συγκεκριμένη χρονικά είναι η πρόταση ότι η ανάθεση έγινε το 197 π.Χ. στο τέλος του Β΄ Μακεδονικού Πολέμου σε ανάμνηση της ήττας του Φιλίππου Ε΄ από τον συνασπισμένο στόλο των τριών ισχυρότερων ναυτικών δυνάμεων στο Αιγαίο (Ρόδου, Περγάμου και Βυζαντίου) στη ναυμαχία της Χίου το 201 π.X40. Άλλη άποψη θεωρεί ότι η ανάθεση της Νίκης στο Ιερό των Μεγάλων Θεών έγινε είτε τα τελευταία χρόνια του ελέγχου της Σαμοθράκης από τον γιο και διάδοχο του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας Περσέα πριν τη μάχη της Πύδνας41 το 168 π.Χ., ή αμέσως μετά. Στην πρώτη υπόθεση, ίσως η ανάθεση έγινε από τον ίδιο τον Περσέα με την ευκαιρία της προσέγγισής του με τους Ροδίους πριν την έκρηξη του πολέμου με τη Ρώμη το 172 π.Χ.42 Στη δεύτερη, μετά την κατάρρευση του βασιλείου της Μακεδονίας το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι απέκτησαν τον έλεγχο της Σαμοθράκης, για το ιερό της οποίας είχαν δείξει ενδιαφέρον ήδη από τον 3ο αι. π.Χ.43, περίοδος η οποία συμπίπτει με την αυξανόμενη έμφαση των Ρωμαίων συγγραφέων στην Τρωική καταγωγή του Ρωμαϊκού λαού και στον ρόλο του Αινεία ως ιδρυτή της Ρώμης· με την Τρωική αυτή καταγωγή συνδέεται η Σαμοθράκη, αφού ο ιδρυτής της Τροίας Δάρδανος, όπως και τα αδέλφια του Ιασίων και Αρμονία, γεννήθηκε στο νησί από την ένωση του Δία με την Ηλέκτρα44. Η σύλληψη45 του Περσέα στη Σαμοθράκη από τους Ρωμαίους αποτέλεσε και τυπικά το τέλος του βασιλείου της Μακεδονίας και οι Ρωμαίοι θα είχαν κάθε λόγο να ευχαριστήσουν τους Μεγάλους Θεούς δια του διοικητή του στόλου τους Gnaeus Octavius με την πιθανολογούμενη ανάθεση της Νίκης46. Η υπόθεση αυτή, που υποστηρίχτηκε και στη συνέχεια47, θεωρήθηκε πρόσφατα αβάσιμη48. Όμως, η χρονική προσέγγιση της Νίκης με τη Γιγαντομαχία του Μεγάλου Βωμού του Περγάμου και η χρονολόγηση της πρώτης στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., θα μπορούσε να διατηρήσει ακόμα ζωντανή τη Ροδιακή ή (λιγότερο πιθανή) τη Ροδιακή-Περγαμηνή σχέση της ανάθεσης του Μνημείου της Νίκης στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, ύστερα από την ευτυχή για τον βασιλιά του Περγάμου Άτταλο Β΄ κατάληξη του πολέμου εναντίον του βασιλιά της Βιθυνίας Προυσία Β΄ κατά τον λεγόμενο Βιθυνικό πόλεμο (156–154 π.Χ.)49, στον οποίο πήραν μέρος με τον Άτταλο και πέντε Ροδιακές τετρήρεις50. Η καταστροφή του στόλου του Προυσία στη διάρκεια μιας καταιγίδας αποδόθηκε σε θεϊκή παρέμβαση των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης51, ενώ και οι συνθήκες προσνήωσης της Νίκης στην πλώρη, όπως τονίζονται από την κίνηση των ενδυμάτων, παραπέμπουν στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία52. Και στην υπόθεση αυτή για την ανάθεση του μνημείου στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, ο Λάρτιος λίθος του πλοίου και του βάθρου που δεν έχει χρησιμοποιηθεί άλλη φορά εκτός Δωδεκανήσου, θεωρείται ισχυρότατο Ροδιακό στοιχείο.

Από όλα τα παραπάνω, γίνεται σαφής η δυσκολία της χρονολόγησης του έργου και ταύτισης του αναθέτη του. Πέρα από τις απόψεις που εκτέθηκαν, αξίζει να αναφερθούν και δύο απόψεις στα ανώτερο και κατώτερο χρονικά όρια της κατασκευής και ανάθεσής του: σύμφωνα με άποψη του 19ου αι.53, η οποία βρήκε και πρόσφατα υποστήριξη54, το άγαλμα συνδέεται με τα νομίσματα που κόπηκαν (αρχές του 3ου αι. π.Χ.) σε ανάμνηση της νίκης του Μακεδόνα βασιλιά (301–285 π.Χ.) Δημητρίου Πολιορκητή εναντίον του Πτολεμαίου Α΄ ανοιχτά της Κύπρου το 306 π.Χ.· στο άλλο χρονικό άκρο, το μνημείο θεωρήθηκε ανάθημα του Οκταβιανού για τη νίκη του στο Άκτιο το 31 π.Χ. εναντίον του στόλου του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας55.

Εικόνες


Υποσημειώσεις

1 : Βλ. BLINKENBERG 1938.

2 : Ελαφρό πολεμικό πλοίο Ροδιακού τύπου με 2½ σειρές κουπιών. Πρβλ. HAMIAUX 1998, 27. Bλ. GIANFROTTA et al. 1997, 73 για μία κατ’ ενώπιον σχεδιαστική αποκατάσταση με εγκάρσιες τομές της πλώρης του πλοίου της Νίκης· MARK 1998, 157–158 και 163, σημείωση 4. Ο Stewart (2016, 407–408) εξηγεί για ποιο λόγο το πλοίο της Νίκης δεν ήταν τριημιολία.

3 : Βλ. MANIATIS et al. 2012, 275· PAGÈS-CAMAGNA και LAUGIER 2015, 101.

4 : Βλ. ΚΟΡΡΕΣ 2010· ΛΕΙΒΑΔΑΡΟΣ και ΤΣΑΪΜΟΥ 2010· HERZ 2010.

5 : Βλ. MANIATIS et al. 2012, 270.

6 : Η τριημιολία ήταν χωρίς κατάστρωμα και οι κωπηλάτες της δεν προστατεύονταν από πάνω ή στις πλευρές.

7 : Βλ. HAMIAUX 2015α, 156· STEWART 2016, 404 και υποσημείωση 23· CLINTON et al. 2020, 565–568.

8 : Το ακραίο διακοσμητικό στοιχείο του πλοίου πάνω στην κολόνα της πρύμνης ή, πιο συνηθισμένα, της πλώρης.

9 : Βλ. CASSON 1995, 84, υποσημείωση 34.

10 : IBLED et al. 2015, 123–124.

11 : CLINTON et al. 2020, 568–569.

12 : HAMIAUX 1998, 27.

13 : HAMIAUX 2015α, 148.

14 : HAMIAUX 2015α, 152.

15 : HAMIAUX 2015α, 158.

16 : HAMIAUX 2004, 122 κ. ε.

17 : THIERSCH 1931.

18 : CLINTON et al. 2020, 552–556.

19 : Η παραδοσιακή υπόθεση θέλει τους θεωρούς να πηγαίνουν στη Σαμοθράκη για να παρακολουθήσουν μία συγκεκριμένη γιορτή, ίσως τα Μυστήρια (μολονότι αυτό δεν αποτελούσε το μόνο τους καθήκον στη Σαμοθράκη)· η πόλη της Σαμοθράκης, τουλάχιστον τον 2ο και ίσως επίσης τον 1ο αι. π.Χ., τους έκανε προξένους, απονέμοντάς τους και άλλες τιμές· ίσως οι θεωροί μυούνταν στα μυστήρια των Μεγάλων Θεών, ενώ μερικοί από αυτούς έκαναν και αναθέσεις στο Ιερό της Σαμοθράκης, την οποία οι θεωροί πρέπει να επισκέπτονταν και για άλλους λόγους.

20 : ΦΙΛΗΜΟΝΟΣ-ΤΣΟΠΟΤΟΥ 2013, 280 και υποσημείωση 77.

21 : Βλ. DIMITROVA 2008, 12, 18, 28–31 (α/α 5, γύρω στα 150 π.Χ. ή λίγο μετά), 59–60 (α/α 23; 2ος–1ος αι. π.Χ.;), 72, 74, 126–129 (α/α 50· πλευρά Α: αρχή 1ου αι. π.Χ.· πλευρά Β: γύρω στα 137–134 π.Χ.; α/α 51), 137–140 (α/α 57; 2ος–1ος αι. π.Χ.;), 246, 257 (Appendix II, 1)· COLE 1984, 84–86: οκτώ επιγραφές, οι οποίες αναφέρουν Σαμοθρακιαστὰς προέρχονται από την περιοχή που επικεντρώνεται γύρω από τη Ρόδο: έξι από την ίδια την πόλη της Ρόδου, μία από τη Σύμη και μία από τη Ροδιακή περαία στην απέναντι ηπειρωτική ακτή· έξι μπορούν να χρονολογηθούν γύρω στον 1ο αι. π.Χ. και μία στον 1ο αι. μ.Χ., ενώ υπάρχουν επίσης επιγραφές του 3ου αι. π.Χ. από τη Λίνδο που αναφέρουν ιερείς των Σαμοθρᾴκων Θεῶν.

22 : HAMIAUX 2007, 9: εικ. 6. Εκδόθηκαν από τον Δημήτριο Πολιορκητή μετά τη μάχη στην Ιψό της Φρυγίας το 301 π.Χ. (WILL 1984, 60) για να θυμίσει στον στρατό του τη νικηφόρα ναυμαχία κοντά στη Σαλαμίνα της Κύπρου το 306 π.Χ.

23 : Η γενική ομοιότητα με τη Νίκη της Σαμοθράκης ήταν αιτία να σχετισθεί το άγαλμα με τον Δημήτριο και να χρονολογηθεί στην αρχή του 3ου αι. π.Χ. (SMITH 1991, 77–79).

24 : ERMETI 1981, 78–80, 132–134. Το στιλ της ενδυμασίας και η στάση του αγάλματος είναι κοντά σε μία Αρτέμιδα του τέλους της Ελληνιστικής περιόδου από τη Δήλο (1ος αι. π.Χ.), και αν είναι σωστή μία τέτοια χρονολόγηση, τότε μπορεί να είναι ανάθημα ενός στρατηγού της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ίσως του Πομπηίου, ως αναμνηστικό της νίκης του απέναντι στους πειρατές το 67 π.Χ.

25 : Παρά την απουσία επισήμων σχέσεων ανάμεσα στη Ρόδο και τη Σαμοθράκη (RIDGWAY 2000, 150–155). Βλ. MATSAS 2010, 39–40.

26 : ERRINGTON 1989, 286· SHIPLEY 2012, 580. Για μία σύντομη ιστοριογραφική ανάλυση, βλ. HAMIAUX 2015β, 166–173. Για το εύθραυστο των δεδομένων βλ. RIDGWAY 2000, 150–160. Ροδιακή νίκη γύρω στα 190 π.Χ. υποστηρίζεται από τους Knell (1995, 27–28, 82–83) και Mark (1998, 157–158).

27 : Ωστόσο, την εποχή αυτή, και ιδιαίτερα μετά την ειρήνη της Απάμειας το 188 π.Χ., η Σαμοθράκη ήταν κάτω από τον έλεγχο του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Ε΄, την καταστροφή του στόλου του οποίου είχε ψηφίσει η Ρώμη το 196 π.Χ. Μετά τη μάχη της Πύδνας, οι Ρόδιοι εκδιώχθηκαν από τη Μικρά Ασία και έχασαν την ηγεμονία τους στα νησιά και μόνο το 164 π.Χ. αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις τους με τη Ρώμη, όχι όμως όπως πριν στη βάση ισότιμης συνεργασίας. Βλ. HABICHT 1989, 338.

28 : Βλ. MARK 1998, 157–158. Πρβλ. RIDGWAY 2000, 150 κ. ε. και 175, σημείωση. 17.

29 : Βλ. MANIATIS et al. 2012, 270.

30 : HAMIAUX 2006, 56· 2007, 39–40. Βλ. PALAGIA 2010, 156.

31 : MATTUSCH 1998, 156· πρβλ. HAMIAUX 2006, 57, υποσημείωση 151.

32 : HAMIAUX 2015β, 168.

33 : MARK 1998, 157· RIDGWAY 2000, 151· HAMIAUX 2007, 43–44. Για τον Βωμό, βλ. QUEYREL 2005 και MASSA-PAIRAULT 2007.

34 : MARK 1998, 159–160.

35 : Βλ. MARK 1998, 165, σημείωση 21.

36 : MARK 1998, 160–163.

37 : Βλ. QUEYREL 2003, 200–234.

38 : RADT και DE LUCA 1999, 120–125. Ο Queyrel (2005, 123–125) χρονολογεί τον Βωμό στη βασιλεία του Αττάλου Β΄ (158–138 π.Χ.), ενώ η Massa-Pairault (2007, 24–28) τον τοποθετεί στη βασιλεία του Ευμένη Β΄ (197–158 π.Χ.).

39 : Βλ. HAMIAUX 2015β, 172. Σύμφωνα με την άποψη της Hamiaux, αφού ο Φίλιππος Ε΄ ανέβηκε στον θρόνο της Μακεδονίας, αυξήθηκε ο αριθμός των ναυμαχιών στην ανατολική Μεσόγειο μέχρι την ήττα του από τους Ρωμαίους το 197 π.Χ. και την ήττα του Αντιόχου Γ΄ στη Μαγνησία από τους Ρωμαίους και τους συμμάχους τους Πέργαμον και Ρόδο το 189 π.Χ., ενώ για πολύ μακρό χρόνο μετά, δεν υπήρξαν άλλες ευκαιρίες για την ανάθεση ενός ναυτικού μνημείου σε ιερό.

40 : BADOUD 2018, 296. Βλ. ERRINGTON 1989, 252–253 και SHIPLEY 2012, 576.

41 : DEROW 1989, 316.

42 : QUEYREL 2016, 187–192.

43 : COLE 1984, 87· WESCOAT 2013, 51. Από τις 171 επιγραφές που δημοσιεύει η Dimitrova (2008), οι 70 αναφέρονται σε καταλόγους Ρωμαίων μυστών: 3 χρονολογούνται στον 2ο αι. π.Χ., 7 στους 2ο–1ο αι. π.Χ., 18 στον 1ο αι. π.Χ., 14 στον 1ο αι. μ.Χ., 1 στα μέσα του 2ου αι. π.Χ.–1ο αι. μ.Χ., 3 στους 1ο αι. π.Χ.–1ο αι. μ.Χ., 8 τον 2ο αι. μ.Χ., 1 στους 1ο–2ο αι. μ.Χ., 1 στους 1ο αι. π.Χ.–2ο αι. μ.Χ., 2 στους 2ο–3ο αι. μ.Χ., 4 στην Αυτοκρατορική περίοδο, 2 στην Ρωμαϊκή περίοδο γενικά και 6 δεν έχουν χρονολόγηση.

44 : Samothrace 1, 25–28: α/α 55a–63· JACKSON KNIGHT 1958, 181. Πρβλ. LAWALL 2003, 979.

45 : Samothrace 1, 45–55: α/α 106–127. Βλ. WESCOAT 2013, 49–51.

46 : Βλ. PALAGIA 2010, 161.

47 : LA ROCCA 2018, 40–57.

48 : Βλ. CORSO 2019.

49 : Βλ. HABICHT 1989, 359–360.

50 : STEWART 2016.

51 : Παρά την αντίθετη άποψη που έχει διατυπωθεί (BADOUD 2018, 289–290). Πρβλ. CLINTON et al. 2020, 568: υποσημείωση 91.

52 : STEWART 2016, 403· CLINTON et al. 2020, 568.

53 : CONZE et al. 1880, 84 κ. ε.

54 : BERNHARDT 2014· βλ. STEWART 2015.

55 : KNELL 1995, 89.

>